- αποπίσω
- επίρρ. τοπ., ξοπίσω: Όπου κι αν πήγαινε, ο σκύλος ερχόταν αποπίσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποπίσω — (Μ ἀποπίσω) 1. από την πίσω μεριά 2. πίσω από 3. ύστερα από … Dictionary of Greek
ἀποπίσω — ἀπό ὀπίζω extract juice from aor subj act 1st sg ἀπό ὀπίζω extract juice from fut ind act 1st sg ἀπό ὀπίζω extract juice from aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἀποπί̱σω , ἀπό πιπίσκω give to drink aor subj act 1st sg ἀποπί̱σω , ἀπό πιπίσκω give… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)